χοίρειος

χοίρειος
ος и εία, ον см. χοιρινός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χοίρειος" в других словарях:

  • χοίρειος — of a swine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρειος — α, ο / χοίρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοίρεος, έη, ον, Α [χοῑρος] (λόγιος τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός (α. «χοίρειο κρέας» β. χοίρειος κόπρος», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοίρειον και επικ. τ. χοίρεον το… …   Dictionary of Greek

  • χοιρείων — χοίρειος of a swine fem gen pl χοίρειος of a swine masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρειον — χοίρειος of a swine masc acc sg χοίρειος of a swine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρεον — χοίρειος of a swine masc acc sg (epic) χοίρειος of a swine neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείοις — χοίρειος of a swine masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείοισι — χοίρειος of a swine masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείου — χοίρειος of a swine masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείους — χοίρειος of a swine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείῳ — χοίρειος of a swine masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρέου — χοίρειος of a swine masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»